ορθολογιστής

ορθολογιστής
ο
οπαδός της θεωρίας του ορθολογισμού (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ορθολογιστής — ο, θηλ. ορθολογίστρια αυτός που ακολουθεί τη θεωρία και τη μέθοδο τού ορθολογισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθός + λόγος + ιστής. Η λ. αποτελεί απόδοση στην Ελληνική τού γερμ. Rationalist και μαρτυρείται, στον λόγιο τ. τού πληθ. ὀρθολογισταί, από το 1852… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή …   Dictionary of Greek

  • ορθολογιστικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στον ορθολογισμό 2. φρ. «ορθολογιστική οργάνωση επιχείρησης» η οργάνωση επιχείρησης με τέτοιο τρόπο ώστε να ελαχιστοποιεί τα έξοδα και να μεγιστοποιεί την παραγωγικότητα και τα κέρδη. επίρρ... ορθολογιστικώς και ά 1.… …   Dictionary of Greek

  • Βηλαράς, Ιωάννης — (Κύθηρα 1771 – Τσεπέλοβο, Ήπειρος 1823). Ιατροφιλόσοφος, ποιητής και πρωτοπόρος του γλωσσικού ζητήματος. Η οικογένειά του καταγόταν από τα Ιωάννινα, όπου μεγάλωσε και ο ίδιος. Σπούδασε ιατρική στην Ιταλία και ύστερα έζησε στα Ιωάννινα ως γιατρός… …   Dictionary of Greek

  • Γκάισεν, Μάρνιξ — (Marnix Gijsen, Αμβέρσα 1899 – 1984). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Βέλγου ποιητή και πεζογράφου Γιαν Άλμπερτ Γκόρις (Jan Albert Goris), ο οποίος συνδέθηκε με την ομάδα των Φλαμανδών εξπρεσιονιστών. Ο Γ. παρουσιάστηκε στη λογοτεχνική σκηνή με το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Λεντού, Κλοντ-Νικολά — (Claude NicolasLedoux, Ντορμάν 1736 – Παρίσι 1806). Γάλλος αρχιτέκτονας. Ήταν μαθητής του Μπλοντέλ· επηρεασμένος από τον δάσκαλό του, ο οποίος ανανέωσε το ενδιαφέρον για τα μνημεία της αρχαιότητας, υπήρξε κλασικιστής και ορθολογιστής αρχιτέκτονας …   Dictionary of Greek

  • Μπάτλερ, Σάμουελ — (Samuel Butler, Λάνγκα, Νότιγχαμσαϊρ 1835 – Λονδίνο 1902). Άγγλος συγγραφέας. Γιος αγγλικανού πάστορα, αρνήθηκε να συνεχίσει τη σταδιοδρομία του πατέρα του, την οποία είχε αρχίσει, και πήγε στη Ν. Ζηλανδία όπου έκανε τον κτηνοτρόφο. Το 1864… …   Dictionary of Greek

  • Πλίνιος Κεκίλιος Σεκούνδος — (Plinius Caecilius Secundus). Όνομα 2 Λατίνων συγγραφέων. 1. Γάιος Π. Κ. Σ., ο πρεσβύτερος (Κόμο 23 μ.Χ. – Σταβία – Κόλπος Νεάπολης 79). Σ’ ένα εγκυκλοπαιδικό έργο, που αποτελείται από 37 βιβλία (το μοναδικό από αυτά που σώθηκε αποτελεί πολύτιμη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”